- κινυρός
- κινυρός: whimpering, wailing, Il. 17.5†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… … Dictionary of Greek
κινυρά — κινυρός wailing neut nom/voc/acc pl κινυρά̱ , κινυρός wailing fem nom/voc/acc dual κινυρά̱ , κινυρός wailing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρόν — κινυρός wailing masc acc sg κινυρός wailing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυροῖς — κινυρός wailing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυροῖσιν — κινυρός wailing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυροί — κινυρός wailing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρῆς — κινυρός wailing fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρή — κινυρός wailing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρήν — κινυρός wailing fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρῷ — κινυρός wailing masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινυρίζω — (Α μινυρίζω) 1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή τού βρέφους», Παπαδ.) 2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek